αποστακτήρας

αποστακτήρας
ο
συσκευή με την οποία γίνεται η απόσταξη, λαμπίκος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποστακτήρας — ο συσκευή που χρησιμεύει για απόσταξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Α. Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • αποστάκτης — ο ο αποστακτήρας …   Dictionary of Greek

  • καζάνι — το 1. οικιακός λέβητας, μεγάλη χύτρα από μέταλλο για βράσιμο νερού, λειώσιμο λίπους, μαγείρεμα φαγητού, αλλ. λεβέτι 2. τεχνολ. ατμολέβητας (α. «καζάνι βαποριού» β. «καζάνι ατμομηχανής») 3. φρ. α) «καζάνι τού ρακιού» αποστακτικός λέβητας,… …   Dictionary of Greek

  • άμβυκας — Συσκευή για την απόσταξη των υγρών, γνωστή από την αρχαιότητα. Αποτελείται από έναν χάλκινο λέβητα, ο οποίος ονομάζεται σικύα, είναι επικασσιτερωμένος στο εσωτερικό και φέρει σκέπασμα, το κέρας, στο οποίο είναι στερεωμένος ο ελικοειδής ψυκτήρας,… …   Dictionary of Greek

  • λαμπίκος — ο (λ. αραβ.) 1. αποστακτήρας, διυλιστήριο. 2. καθετί διαυγές και καθαρό: Η κουζίνα της είναι πάντα λαμπίκος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”